- ἱκανοδότης
- ἱκᾰνο-δότης, ου, ὁ,A one who gives security, BGU1189.3.II one who requites,
ὁ ἱ. θεός PMasp.6ii82
(vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ ἱ. θεός PMasp.6ii82
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ικανοδότης — ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, ιδος (ΑΜ) αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής αρχ. αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο δότης, τροφο δότης] … Dictionary of Greek
ἱκανοδότας — ἱκανοδότᾱς , ἱκανοδότης one who gives security masc acc pl ἱκανοδότᾱς , ἱκανοδότης one who gives security masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικανοδοτώ — ἱκανοδοτῶ, έω (Α) [ικανοδότης] παρέχω εγγύηση … Dictionary of Greek
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek